Ο Στέλιος Λεκάκης, αρχαιολόγος και σύμβουλος διαχείρισης πολιτιστικής κληρονομιάς, σχολιάζει στο Docville την περίπτωση του σπιτιού στο οποίο φαίνεται να κατοικούσε ο στρατηγός Μακρυγιάννης στο Άργος και το οποίο έχει αφεθεί να γκρεμίζεται.
Ίσως το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μας όταν ακούμε τη φράση «πολιτιστική κληρονομιά» είναι μια ανασκαφή, ένα αρχαιολογικό μουσείο ή ενδεχομένως ένας μαρμάρινος ναός πίσω από έναν ψηλό φράχτη, προσπελάσιμα με ένα χαμηλό εισιτήριο και κάποια αναμονή στην ουρά με τους ξένους τουρίστες. Ίσως ακόμη κάποιος να πρόσθετε σε αυτό τον κατάλογο μια γραφική βυζαντινή εκκλησία· αλλά δύσκολα θα ταύτιζε τον όρο «πολιτιστική κληρονομιά» με ένα νεότερο κτίριο του 19ου ή του 20ού αιώνα που ίσως ακόμη να κατοικείται ή να είναι σε ερειπιώδη κατάσταση.
Η ταύτιση της πολιτιστικής κληρονομιάς με την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα (λιγότερο) είναι μάλλον αποτέλεσμα της σταδιακής εγκόλπωσης των αντίστοιχων περιόδων από το σύγχρονο ελληνικό κράτος, της επιλεκτικής ένταξής τους στον κορμό της εθνικής ιστορίας και της νομοθετικής προστασίας των υλικών τους καταλοίπων: ας μην ξεχνάμε ότι οι αρχαιότητες προστατεύονταν ήδη προεπαναστατικά αλλά και επίσημα από τον αρχαιολογικό νόμο της 10ης/22ας Μαΐου 1834, ενώ το Βυζάντιο προστίθεται συνειδητά ως μεσαίος σταθμός στη συνέχεια της εθνικής ιστορίας του νέου ελληνικού κράτους στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, «οικοδομήματα», «μνημεία» ή «τόποι ιδιαίτερου φυσικού κάλλους» μεταγενέστερα του 1830 προστατεύονται μόλις το 1950 με τον ν. 1469, ενώ 15 χρόνια αργότερα ιδρύεται η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων ως φορέας διαχείρισης αυτού του παράξενου παραρτήματος πολιτιστικού αποθέματος που ήρθε όψιμα να διευρύνει την εθνικά και τουριστικά χρήσιμη –και άρα σχεδόν αυταπόδεικτα σημαντική– αρχαία και βυζαντινή πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας. Ισως σε αυτό το χαρακτηριστικό της σύνθεσης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας με το ανοίκειο αυτό νεότερο/μοντέρνο παράρτημα θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία για τις προβληματικές και κάποιες φορές αντικρουόμενες αποφάσεις που αφορούν τα νεότερα μνημεία και τη γενικότερη αμηχανία διαχείρισής τους.
Αυτό είναι ό,τι έχει απομείνει από το σπίτι στο οποίο φαίνεται να έζησε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Το κράτος «δεν προλαβαίνει» να ασχοληθεί. Είναι απασχολημένο με τις γιορτές για τα 200 χρόνια από την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, με το οποίο έχω ασχοληθεί και στο παρελθόν, είναι το σπίτι στο οποίο φαίνεται να έζησε για κάποιο διάστημα ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Σημειωτέον ότι είμαστε σε θέση να κουβεντιάσουμε την περίεργη αυτή ιστορία βασιζόμενοι στην πολυετή και συστηματική έρευνα του δικηγόρου και πολιτικού επιστήμονα Β. Δωροβίνη, καθώς η πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οι μάλλον καφκικές διαδικασίες προστασίας του κτιρίου και αναίρεσής της θα καθιστούσαν την πορεία της μάλλον ακατάληπτη, εάν δεν υπήρχε προηγουμένως τεκμηρίωση των σχετικών διεργασιών και διοικητικών πράξεων που για το σπίτι του Μακρυγιάννη χρονολογούνται ήδη από το 1982.
Τότε το υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος χαρακτηρίζει με προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ Δ/401/1982) το κέντρο του Αργους ως ιστορικό, συμπεριλαμβάνοντας το σπίτι του Μακρυγιάννη και άλλες οικίες ιστορικών προσωπικοτήτων (Τρικούπη, Καλλέργη, Γκόρντον, Περρούκα, Βλάσση κ.ά.). Ο ιδιοκτήτης προσφεύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας για ακύρωση, προφασιζόμενος «πλάνη περί τα πράγματα» και ετοιμορροπία του κτιρίου. Ενδιαφέρον εδώ έχει ότι ένα τμήμα της στέγης του κτιρίου όντως καταρρέει ξαφνικά τις παραμονές της συζήτησης του θέματος στο ΣτΕ. Στο μεταξύ, το ΣτΕ απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως του ιδιοκτήτη (298/1984) και εξασφαλίζεται από το ΥΧΟΠ κονδύλι για τη μελέτη και την αναστήλωση του κτιρίου.
Η συνέχεια είναι πολυετής –όπως έχω ξαναγράψει, σχεδόν μυθιστορηματική– με κινητοποιήσεις τοπικών πολιτικών παραγόντων και βουλευτών, υφαρπαγές υπογραφών, προβληματικές πράξεις και παραλείψεις των αρμόδιων υπηρεσιών της διοίκησης –συμπεριλαμβανομένης της ανάκλησης της μελέτης αναστήλωσης από το ΥΠΕΧΩΔΕ– αλλά και καταφυγή στη φιλολογική ανάλυση του επίμαχου χωρίου προς απόδειξη ότι ο στρατηγός Μακρυγιάννης (δεν) έζησε τελικά στο κτίριο για το οποίο συζητάμε.
Ισως και να επρόκειτο για υλικό κωμωδίας καταστάσεων, αν η τελευταία σχετική απόφαση από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το 1999 δεν σημείωνε ότι το σπίτι του Μακρυγιάννη δεν χρήζει τελικά κήρυξης, αφού δεν διασώζει σημαντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και δεν συνδέεται ασφαλώς με το ιστορικό πρόσωπο, αφήνοντας το κτίριο λίγο παραπάνω εκτεθειμένο και πιο κοντά στην πλήρη καταστροφή του. Θα περίμενε κάποιος ότι με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 200 χρόνια από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας θα προβλεπόταν κάποια φροντίδα για τα ελάχιστα κατάλοιπα που συνδέονται με ιστορικές προσωπικότητες εκείνης της περιόδου. Ισως μάλιστα αυτός θα ήταν και ένας εύσχημος τρόπος για να ενταχθούν περισσότερο οργανικά κάποια τέτοια κτίρια, τμήματα οικισμών και τοπία στο εθνικό αφήγημα και το πολιτιστικό απόθεμα της Ελλάδας, πόσο μάλλον αφού αρκετά από αυτά βρίσκονται στο μέσον άναρχα και ασφυκτικά δομημένων οικισμών/πόλεων, όπως στην περίπτωση του Άργους.
Όμως επανερχόμενος στην επείγουσα πραγματικότητα και διαβάζοντας την πρόσφατη τροπολογία διευκόλυνσης κατεδάφισης των ετοιμόρροπων κτιρίων από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας το πιο πιθανό είναι το σπίτι του Μακρυγιάννη και τα χιλιάδες ανώνυμα ιστορικά κτίρια, οιονεί μνημεία, να πρέπει να τα υπερασπιστούμε ενεργητικά από τα κάτω, ως πολίτες, κάνοντας χρήση του δικαιώματος που μας κατοχυρώνει το άρθρο 24 του συντάγματος αλλά και άλλων θεσμικών και πρακτικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 4/4/2021