Σαν σήμερα πριν απο 193 χρόνια, στις 3 Απριλίου του 1828 ο Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, συνοδευόμενος από τον Γενικό Γραμματέα Σπυρίδωνα Τρικούπη, τους Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη και τον Νικήτα επισκέπτεται την Κόρινθο. Όπως περιγράφει ο Κορίνθιος Ιστορικός Ματθαίος Ανδρεάδης « ήθελε να γνωρίσει από κοντά τις ανάγκες της χώρας, και ν’αντιληφθεί προσωπικά την κατάσταση, να ακούσει τα παράπονα και τα αιτήματα του λαού για τα προβλήματα του, και να δεχτεί τις ευχές του.» Αφηγείται ο Ν. Δραγούμης, ο οποίος συνόδευε τον Κυβερνήτη στις περιοδείες του για το πως τον υποδεχόταν ο κόσμος και υπογραμμίζει πως επευφημούσαν τον ταχυδρόμο Δημήτριο Καρδαράς που λειτουργούσε ως προπομπός και ήταν «λαμπροφορεμένος» με «υπερέξοχη ένδυση» ενώ ο Κυβερνήτης πιο πίσω ήταν ντυμένος «φράγκικα και λιτά». Σύμφωνα με τον Δραγούμη: «Ίδων δε ο Κολοκοτρώνης οτι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδάραν, πλησιάσας είπε: -Το πράγμα, υπερεξοχώτατε, δεν πάγει καλά, πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτην του. -Και τι θέλεις να κάμω; -Να βαλ´η υπερεξεχότης σου την στολήν σου. Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αύτου, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.» Επίσης ο Ανδρεάδης, μέσω του Δραγούμη, εξιστορεί μία πολύ ενδιαφέρουσα στιχομυθία Καποδίστρια και Κολοκοτρώνη για το γεύμα που παρέθεσε ο Δεσπότης της Κορίνθου Κύριλλος στον Καποδίστρια και πως αυτό θα πληρωνόταν. Πιο συγκεκριμένα: «Αναχωρούντες πρόβαλε το ζήτημα του νυκτερινού καταλύματος (Ο Καποδίστριας). -Που θα καταλύσωμεν απόψε; ηρώτησε τον πάριππον στρατάρχην της Πελοποννήσου. -Εις του Δεσπότου. -Πρέπει λοιπόν να φροντίσω, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν, να πληρωθώσιν όλα τα έξοδα. -Ποια έξοδα; ηρώτησεν ο γέρων. -Της τροφής μας, της τροφής των αλόγων και καθεξής. -Και ποιος υπερεξοχώτατε, πληρώνει τοιαύτα έξοδα; Ο Δεσπότης μάλιστα είναι άνθρωπος αγαπών την καλήν βούκαν και θα έχη πολλά και καλά φαγητά να μας δώση. Και αληθώς ο Μακαρίτης Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, προγάστωρ και πολύσαρκος υπέρ το μέτρον, ήτο τρυφηλός, ως άλλος καρδινάλιος, άμα δε και αδηφάγος, ως ο Ραζής εκείνος, περί ου έγραψε ποτε το χαιρέστατον τούτο επιτύμβιο. Ο Ρίζος: «Ραζής ο πηγαδόστομος των τραπεζών ο γλάρος αφού τον κόσμο έφαγε, τον έφαγεν ο Χάρος.» -Δεν τα πληρώνετε σεις, ανεφώνησεν οργίλως ο Κυβερνήτης, και διά τούτο παραπονείται εξ αιτίας σας ο λαός. -Και τι έχει να κάμη, υπερεξοχώτατε, ο λαός με το φαγητόν του Δεσπότου; -Τι έχει να κάμη! ανέκραξε εντόνως ο Κυβερνήτης, προσβλέπων βλοσυρώς τον ερωτήσαντα. Μόλις αύριον θ’αναχωρήσωμεν και θα ρίψουν έρανον εις τους χωρικούς δια τα έξοδα του Κυβερνήτου, και το χειρότερον θα τα συνάξουν διπλά. Ούτω πως είσθε συνηθισμένοι σεις. -Ηξεύρεις πως το’πάγει η υπερεξοχότης σου; είπε γελών ο Κολοκοτρώνης. Μίαν φοράν επεσ’ένας ποντικός εις ένα πιθάρι λάδι κ’επνίγηκεν. Ο οικοκύρης τον ηύρε μετά δύο ημέρας και, ενώ τον ανέσυρεν, εφώναζε η οικοκυρά. «Πρόσεξε μη σταξ’ η ουρά και βρωμίση το λάδι.» -Δεν εννοώ ποιαν σχέσιν έχει ο μύθος σου με τα έξοδα του Δεσπότου, είπε αδημονών ο Κυβερνήτης. -Μεγάλην, υπερεξοχώτατε, διότι, είτε πληρώσωμεν είτε μη, ο Δεσπότης θα συνάξη τα γρόσια. Τα εδικά μας έξοδα είναι το λάδι της ουράς του ποντικού. Και εσιώπησε μεν ο Κυβερνήτης, την δ’επιούσαν απέτισε μέχρι λεπτού τα δαπανηθέντα.»